ΤονισμόςHome ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ

Οἱ τόνοι εἶναι δύο: ἡ ὀξεία (ʹ) καὶ ἡ περισπωμένη (῀).

Ὁ τονισμὸς τῶν λέξεων γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκόλουθους κανόνες:

Γενικοὶ κανόνες τονισμοῦ

  • Ἡ προπαραλήγουσα παίρνει ὀξεία: ἥσυχος, εἴπαμε, ἀνήφορος, πήγαμε.
  • Ἡ βραχύχρονη συλλαβὴ παίρνει ὀξεία: ἔλα, ὅλα, βουνό, μέρος.
  • Ἡ παραλήγουσα παίρνει ὀξεία, ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρόχρονη: καρφώνω, κλείνει, πήχη.
  • Ἡ μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχύχρονη: μῆλο, ξυπνῆστε, δῶσε, ἀγαποῦμε, ναῦτες, θυμοῦνται, ὦμοι, τοῖχοι.
    Δὲν ἀκολουθοῦν τὸν κανόνα καὶ παίρνουν ὀξεία οἱ λέξεις: ὥστε, οὔτε, μήτε, εἴτε, εἴθε.
  • Λογαριάζονται ὅτι τονίζονται στὴν προπαραλήγουσα καὶ οἱ λέξεις ποὺ ἔχουν καταχρηστικὸ δίφθογγο στὴ λήγουσα. Γι᾿ αὐτὸ παίρνουν ὀξεία λέξεις καθώς: καινούριος, κούφιος, κούνιες, ποτήρια.

Ὁ τόνος στὰ ὀνόματα καὶ στὶς ἀντωνυμίες

Ὁ τόνος στὴ λήγουσα

  • Τὰ ὀνόματα καὶ οἱ ἀντωνυμίες, ὅταν τονίζονται στὴ λήγουσα, παίρνουν ὀξεία ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γενική: ὁ μαθητής, τὸ μαθητή, μαθητή· οἱ οὐρανοί, τοὺς οὐρανούς, οὐρανοί· ὁ βαθύς, τὸ βαθύ, ἡ βαθιά, τὴ βαθιά· ὁ σταχτής, οἱ σταχτιοί, τοὺς σταχτιούς· ἐγώ, ἐσύ.
  • Δὲν ἀκολουθοῦν τὸν κανόνα καὶ παίρνουν περισπωμένη:
    • Τὰ ὀνόματα γῆ, φῶς, πᾶν, νοῦς.
    • Οἱ ἀντωνυμίες ἐμεῖς, ἐμᾶς, μᾶς — ἐσεῖς, ἐσᾶς, σᾶς.
    • Τὸ ἀριθμητικὸ τρεῖς καὶ οἱ πληθυντικοὶ σὲ -εῖς (συγγραφεῖς, συγγενεῖς, συνεχεῖς).
    • Τὰ κύρια ὀνόματα προσώπων σὲ -ᾶς: Λουκᾶς, Παλαμᾶς, Σκουφᾶς κτλ. καὶ μερικὰ ἄλλα κύρια: Ἰησοῦς, Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ, Ἀπελλῆς, Ἑρμῆς, Ἡρακλῆς, Θαλῆς, Θεμιστοκλῆς, Μωυσῆς, Περικλῆς.
  • Παίρνουν περισπωμένη καὶ οἱ γενικὲς ποὺ δὲν ἔχουν βραχύχρονο φωνῆεν: τοῦ καλοῦ πραματευτῆ, τοῦ ψωμᾶ, τῆς γλυκιᾶς φωνῆς, τῆς Ἀργυρῶς, τῆς ἀλεποῦς, τῶν μικρῶν παιδιῶν, σοῦ δίνω.

Ὁ τόνος στὴν παραλήγουσα

  • Τὸ α τῆς λήγουσας στὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ ὀνόματα εἶναι μακρόχρονο· γι᾿ αὐτὸ βάζουμε ὀξεία στὴν παραλήγουσα: ὁ χειμώνας, τοῦ χειμώνα, τὸ χειμώνα, χειμώνα, ἡ πείνα, τῆς πείνας, τὴν πείνα, πείνα, ἡ γυναίκα — ἡ ἀσπρούλα.
  • Τὸ α στὸ τέλος τῶν οὐδετέρων εἶναι βραχύχρονο· γι᾿ αὐτὸ βάζουμε περισπωμένη στὴ μακρόχρονη παραλήγουσα: χρῶμα, ὡραῖα δῶρα, ἐκεῖνα τὰ σχολεῖα.
  • Τὸ ι τῆς λήγουσας στὰ οὐδέτερα εἶναι μακρόχρονο· γι᾿ αὐτὸ βάζουμε ὀξεία στὴν παραλήγουσα: μαχαίρι, λουλούδι, ἀλεύρι, χείλι, ποτήρι.
  • Τὰ α, ι, υ στὴν παραλήγουσα τῶν ὀνομάτων εἶναι βραχύχρονα καὶ γι᾿ αὐτὸ παίρνουν ὀξεία: διάκος, σκίνος, σκύλος, παπάδες, χωριάτες, πιάτο, κινίνο, σύκο, λάθος, κλάμα, κλίμα, χύμα.

Ὁ τόνος στὰ ρήματα

Ὁ τόνος στὴν λήγουσα

  • Ἡ μακρόχρονη λήγουσα τῶν ρημάτων παίρνει περισπωμένη: ἀγαπῶ, ἀργεῖ, ἀργοῦν, ἀκοῦς, νὰ δεῖς, κλαῖς, τρῶς.
    Στὰ ρήματα εἶναι μακρόχρονο καὶ τὸ τονισμένο α τῆς λήγουσας. Γι᾿ αὐτὸ παίρνει περισπωμένη: ἀγαπᾶς, πᾶς, ἀγαπᾶ.

Ὁ τόνος στὴν παραλήγουσα

  • Τὸ ἄτονο α στὴ λήγουσα τῆς ὁριστικῆς εἶναι βραχύχρονο. Γι᾿ αὐτὸ βάζουμε περισπωμένη στὴ μακρόχρονη παραλήγουσα: τραγουδοῦσα, τραγουδοῦσαν· εἶδα, εἶδαν.
  • Τὸ ἄτονο α στὴ λήγουσα τῆς προστακτικῆς εἶναι μακρόχρονο. Γι᾿ αὐτὸ βάζουμε ὀξεία στὴν παραλήγουσα: πήδα, ρώτα, φεύγα, τραγούδα, κοίτα.
  • Παίρνουν περισπωμένη οἱ ρηματικὲς καταλήξεις τοῦ ἑνικοῦ -ᾶμαι, -ᾶσαι, -ᾶται καὶ οἱ καταλήξεις τοῦ πληθυντικοῦ -ᾶμε, -ᾶτε, -ᾶνε: θυμᾶμαι, θυμᾶσαι, θυμᾶται· γελᾶμε, γελᾶτε, γελᾶνε· πᾶμε, πᾶτε, πᾶνε· μὴ γελᾶτε, ἐλᾶτε νὰ φᾶμε.
    Παντοῦ ἀλλοῦ τὸ α τῆς παραλήγουσας εἶναι βραχύχρονο: βάλε, σπάσε, κάψε, πάρε· κλάψτε, πάρτε, θυμάστε.
  • Τὰ ι, υ στὴν παραλήγουσα εἶναι βραχύχρονα καὶ παίρνουν ὀξεία: λύνε, λύναν, λύσε, λύσαν· δακρύσαν· πλύνε, πλύναν· πίνε, πίναν· ρίξε, ρίξαν.

Ἄτονες λέξεις

Μερικὲς μονοσύλλαβες λέξεις δὲν παίρνουν τόνο καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγονται ἄτονες. Ἄτονες λέξεις εἶναι τὰ ἄρθρα ὁ, ἡ, οἱ καὶ τὸ ἐπίρρημα ὡς.

Ἐγκλιτικὲς λέξεις

Τὸ βιβλίο μου. Τὸ τετράδιό σου. Στὰ παραδείγματα αὐτὰ οἱ λέξεις μοῦ, σοῦ προφέρονται τόσο στενὰ ἑνωμένες μὲ τὴν προηγούμενη λέξη, ποὺ ὁ τόνος τους ἢ δὲν ἀκούεται (τὸ βιβλίο μου) ἢ ἀκούεται ὡς δεύτερος τόνος στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης (τὸ τετράδιό σου).

Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ποὺ χάνουν τὸν τόνο τους ἢ ποὺ τὸν ἀνεβάζουν στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης λέγονται ἐγκλιτικές.

Οἱ συχνότερες ἐγκλιτικὲς λέξεις εἶναι οἱ μονοσύλλαβοι τύποι τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μοῦ μὲ μᾶς, σοῦ σὲ σᾶς, τος τὸν τοι τὴ τες κτλ.

Ὁ τόνος τοῦ ἐγκλιτικοῦ:

  • μεταφέρεται ὡς ὀξεία:
    • στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης, ὅταν αὐτὴ τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα: ὁ πρόεδρός μας (σας, τους).
    • στὴν προηγούμενη λέξη, ὅταν εἶναι κι αὐτὴ ἐγκλιτικὴ καὶ ἡ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν εἶναι παροξύτονη ἢ προπερισπωμένη: φέρε μού το, δῶσε μάς το.
  • ἀποβάλλεται, ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη τονίζεται στὴ λήγουσα ἢ στὴν παραλήγουσα: τὸ φῶς μας, ἡ χαρά μου, νά τους, τὰ δῶρα του, οἱ φίλοι σας.