Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και πέθανε στο Λάουθ της Αγγλίας το 1869. Ποιητής, μεταφραστής, συγγραφέας θεατρικών έργων, μελετών κ.ά., έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την πατρίδα του. Ο πατέρας του δεν είχε αρχοντική καταγωγή, αντίθετα από τη μητέρα του, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Γύρω στο 1802 οι γονείς του χωρίζουν και ο Κάλβος ακολουθεί τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου μεγαλώνει με πολλές στερήσεις. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την πρώτη παιδεία του ποιητή και εικάζεται ότι ήταν αυτοδίδακτος. Στην Ιταλία (Φλωρεντία) γνωρίζεται (το 1812) και συνδέεται με τον Ιταλοζακυνθινό ποιητή Ούγκο Φώσκολο, ο οποίος τον προστατεύει και τον καθοδηγεί στη μελέτη Ελλήνων και ξένων κλασικών, ενώ παράλληλα τον βοηθάει να ζει παραδίδο­ντας μαθήματα σε σπίτια. Ο Κάλβος συμμετέχει στην κίνηση του φιλελληνι­σμού, ενώ οι φιλέλληνες και οι Έλληνες του εξωτερικού ενθουσιάζονται με τα ποιήματα του και τον αποκαλούν νέο Πίνδαρο. Μετακινείται από χώρα σε χώρα (Ελβετία, Οαλλία, Αγγλία), κλονίζεται από θανάτους αγαπημένων προ­σώπων (της μητέρας του και αργότερα της νεογέννητης κόρης και της γυναί­κας του), διώκεται από την αστυνομία της Φλωρεντίας, γιατί είναι μυημένος στην επαναστατική οργάνωση των καρμπονάρων, και παρακολουθείται από την αστυνομία της Γαλλίας για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Έτσι, κατε­βαίνει τελικά το 1826 στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, για να προσφέρει τις υπη­ρεσίες του. Απογοητεύεται όμως από τη διχόνοια που βλέπει και από το ότι δεν καταλαβαίνουν ακόμη τις ωδές του. Έτσι, φεύγει στην Κέρκυρα, όπου εργάζεται ως καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία. Όμως ξαναπηγαίνει στην Αγγλία το 1852, παντρεύεται δεύτερη φορά, διδάσκει στο Παρθεναγωγείο της γυναίκας του και κάνει μεταφράσεις θρησκευτικών κειμένων.  Ως προς την τεχνοτροπία η ποίηση του Κάλβου ακολουθεί το ρεύμα του κλασικισμού: μέσα στην ποίηση του υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές κυρίως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, πολλές λέξεις και τύποι είναι αρχαιοπρεπείς, ενώ στα ποιήματα του δίνεται αρχαιοελληνική ονομασία (Ωδαί), κάτι που δείχνει ότι  επηρεάζεται από τη λυρική ποίηση της αρχαίας Ελλάδας (στο περιεχόμενο προβάλλονται υψηλές έννοιες και αξίες και εξαίρονται οι γενναίες πράξεις, το υψηλό φρόνημα, η Αρετή). Όμως κάτω από την αυστηρότητα της μορφής κρύ­βεται ένα έντονο ρομαντικό πάθος και ο φαινομενικός κλασικισμός κινείται σε κλίμα ρομαντικό, μέσα στο οποίο πλάθει ο ποιητής τις ποιητικές του εικόνες.

       Η γλώσσα του είναι ιδιότυπη και φτιαχτή και θεωρήθηκε αντιποιητική: τις νεοελληνικές λέξεις τις τροποποιεί κατά το τυπικό της αρχαίας «καλλωπίζοντας» τες, σύμφωνα με τη θεωρία του Κοραή, ενώ συχνά κατασκευάζει δικούς του τύπους {μψήσατε = μιμηθείτε) και κρατάει τα ρήματα ασυναίρετα όποτε θέλει (βροντάουσι, πετάουν) μ' άλλα λόγια στα ποιήματα του Κάλβου επικρατεί γλωσ­σική αναρχία. Το ύφος του Κάλβου είναι υψηλό, σοβαρό, μεγαλόπρεπο, επικολυρικό.

       Ιδιότυπη είναι και η στιχουργία του: βάση της είναι η πεντάστιχη στροφή, με τους τέσσερις πρώτους στίχους εφτασύλλαβους και τον πέμπτο πεντασύλλαβο.

       Ως προς το περιεχόμενο των ωδών, ο ποιητής εμπνέεται από τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, υμνώντας την Αρετή, που συστατικά της είναι η αντρεία, η ελευθερία και η δικαιοσύνη, και συντονίζεται με τις δημοκρατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης (τα μόνα ποιήματα του που παρεκκλίνουν από αυτή την προτίμηση είναι Ο φιλόπατρις, που αναφέρε­ται στη γενέτειρα του Ζάκυνθο, και η ωδή Εις Θάνατον, στην οποία αναπολεί την πεθαμένη μητέρα του).

       Το έργο του Κάλβου παρ' όλες τις αρετές του δεν είχε απήχηση στην εποχή του και δεν έγινε αποδεκτό ούτε από τους ρομαντικούς της Αθήνας ούτε από το Σολωμό και το περιβάλλον του. Έτσι, παρέμενε για πολλά χρόνια παραμε­ρισμένο, ώσπου το 1888 ο Κ. Παλαμάς, με την ευαισθησία και την κριτική οξΰνοια που τον διέκρινε, το ανακάλυψε, το εκτίμησε μιλώντας με ενθουσιασμό γι' αυτό, το έφερε στο προσκήνιο και το πρόβαλε. Αλλά και στο αγωνιζόμενο Ελληνικό Έθνος δεν είχε άμεση ανταπόκριση η ποίηση του Κάλβου, ενώ για χάρη του το είχε συνθέσει ο ποιητής· αυτό οφείλεται στην ξεχιοριστή ιδιορ­ρυθμία των στροφών, των στίχων και των μέτρων — γενικά της στιχουργίας των . ποιημάτων του. Κυρίως όμως πρέπει να στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας της αναγνώρισης του η ιδιοτυπία της γλώσσας του, που συνίσταται στη χρήση αρχαϊκών τύπων της καθαρεύουσας, ανάμεικτων με στοιχεία της δημοτικής, και γενικά το κλίμα της κλασικιστικής αρχαιοπρέπειας που υπάρχει στην ποίη­ση του.

       Στις μέρες μας ο Κάλβος θεωρείται πρωτοπόρος της λυρικής έκφρασης και,

η νεότερη ποιητική γενιά του 1930 (Οδ. Ελύτης, Γ. Σεφέρης κ.ά.) βρίσκει κάποια συγγένεια με αυτόν και μιλάει με θαυμασμό για τη «λυρική τόλμη» του.

   Το έργο του το ποιητικό είναι σύντομο και αποτελείται συνολικά από 20 ωδές.
Τις δέκα τις δημοσίευσε το 1824 στη Γενεύη με τον τίτλο η Λύρα και τις υπόλοιπες το 1826 στο Παρίσι με τον τίτλο Λυρικά. Παρά τη μικρή της έκταση η ποίηση του είναι τόσο αξιόλογη» ώστε να τον κατατάσσει ανάμεσα στους μεγα­λύτερους ποιητές μας. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί ο ποιητής σταμάτησε να γράφει, τη στιγμή που βρισκόταν στην ακμή του.

 Το έργο

     Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται οι έξι πρώτες στροφές από την ωδή Εις Πάργαν, που την έγραψε ο ποιητής με αφορμή την παράδοση της Πάργας, και περιέχεται στη συλλογή Λύρα (1824).

     Όπως είναι γνωστό από την Ιστορία, οι Παργινοί είχαν προβάλει σθεναρή αντίσταση στον Αλήπασα και δε νικήθηκαν από τα στρατεύματα του. Η Πάργα, παραλιακή πόλη της Ηπείρου, διοικούνταν από τους Βενετσιάνους από το 15ο αιώνα, παραχωρήθηκε στη Γαλλία το 1797 και ύστερα από την ήττα του Ναπολέοντα οι νικήτριες δυνάμεις την παραχώρησαν στους Αγγλους (1814). Τελικά όμως η Πάργα περιήλθε στα χέρια του Αλήπασα με ανέντιμο τρόπο: την πούλησαν σ' αυτόν οι Αγγλοι με αντίτιμο ένα σοβαρό χρηματικό ποσό και την παρέδωσαν το 1819. Οι Παργινοί, γύρω στις 5.000, για να αποφύγουν την ατιμωτική υποδούλωση, ανέσκαψαν τους τάφους, έκαψαν τα οστά των προγόνων τους και κατέφυγαν στην Κέρκυρα παίρνοντας μαζί τους την τέφρα των οστών καθώς και τις εικόνες και άλλα ιερά αντικείμενα των ναών τους.

 

 

Ωδή (< άδω = ψάλλω) ονομάζεται το λυρικό ποίημα που ανήκει στο είδος της μελικής και κυρίως της χορικής ποίησης των αρχαίων Ελλήνων και έχει σταθερό στροφικό σχήμα: αποτελείται από τη στροφή, την αντιστροφή και την επωδό..

 

Η έκταση της είναι μεγάλη σε σχέση με την έκταση ποιημάτων άλλων ειδών γενικά της λυρικής ποίησης. Στη σύγχρονη ποίηση ωδές ονομάζονται τα ποιήματα τα οποία

-έχουν περιεχόμενο επικολυρικό και ιδεαλιστικό, καθώς αναφέρονται θεματικά σε σοβαρές και υψηλές έννοιες και αξίες (ελευθερία, πατρίδα, θρησκεία, αντρεία, αρετή, καθήκον, δόξα, θάνατος κ.ά.)'

-  είναι μεγάλα σε έκταση

- έχουν ύφος επίσημο, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, που φτάνει πολλές φορές στο στομφώδες

- χρησιμοποιούν επιβλητικές εικόνες και γενικώς εκφραστικά μέσα πλούσια και εντυπωσιακά·

- έχουν στιχουργική μορφή ειδική και σταθερή (οι ωδές π.χ. του Κάλβου αποτελούνται από πεντάστιχες στροφές, που η καθεμιά τους έχει τέσσερις εφτασύλλαβους στίχους και έναν πεντασύλλαβο).

   

Ο Κάλβος χρησιμοποιεί για τα ποιήματα του τον όρο Ωδαί, επειδή ακριβώς αυτά έχουν όλα τα παραπάνω γνωρίσματα, ιδιαίτερα ως προς το περιεχόμενο·
επιπλέον, για να δώσει στο έργο του ακόμα πιο αρχαιοπρεπή και πατριωτικό τόνο, αφού ο όρος παραπέμπει στην ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, της οποίας η ωδή ήταν ένα από τα διαλεχτά είδη. Εξάλλου, και οι τίτλοι των δύο ποιητικών συλλογών του {Λύρα, Λυρικά) έχουν σημείο αναφοράς τη λύρα, το κυριότερο από τα μουσικά όργανα που συνόδευαν τα άσματα της ποίησης αυτής.

   ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ  -  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

 

 

5. Γλωσσικές και υφολογικές παρατηρήσεις   

  Όπως σε όλες τις ωδές του Κάλβου η γλώσσα είναι ιδιότυπη και φτιαχτή, μάλλον επιφανειακά αρχαιοπρεπής, και θεωρήθηκε αντιποιητική. Αυτή η ιδιοτυπία συνίσταται κυρίως στο ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί πολλούς γραμματικούς τύπους και λέξεις της αρχαίας ελληνικής {σοβαρόν, νοός, πτέρωμα, της αμάξης, ημείς, υπερπετάξαντες, αγλαά κ.ά.), ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί λέξεις και τύπους της νεοελληνικής {αφίνει, λαγκάδια).

      Ως προς το λεξιλόγιο, είναι αξιοπρόσεχτη η χρήση πολλών ουσιαστικών που εκφράζουν κυρίως έννοιες υψηλές {ήθος, νοός, έργον, αγάπην, αρετήν, φρενών πτέρωμα κ.ά.), ενώ χρησιμοποιούνται με τρόπο πληθωρικό και επίθετα, που δίνουν ιδιαίτερες σημασιολογικές αποχρώσεις στα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά .